- σαπρόστομος
- σαπρόστομοςwith foul breathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαπρόστομος — ον, Α αυτός τού οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] … Dictionary of Greek